δεκάλιτρος

δεκάλιτρος
δεκάλιτρος
weighing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκάλιτρος — η, ο (Α δεκάλιτρος, ον) Ι. αυτός που έχει βάρος δέκα λιτρών II. το ουδ. ως ουσ. δεκάλιτρο, το (Α δεκάλιτρον) νεοελλ. μέτρο βάρους δέκα λιτρών αρχ. νόμισμα αξίας δέκα λιτρών, δέκα σβολών …   Dictionary of Greek

  • δεκάλιτρον — δεκάλιτρος weighing masc/fem acc sg δεκάλιτρος weighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”